-
1 ὀρχέομαι
ὀρχέομαι (ἔρχομαι, nicht mit χορός zusammenhangend), dep. med., tanzen, hüpfen, springen; Il. 18, 594 Od. 8, 371; οἶνος ὀρχήσασϑαι ἀνῆκεν, 14, 465; ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ, Aesch. Ch. 165, es klopft vor Furcht; Ar. Nubb. 765 Pax 326 u. öfter; u. in Prosa, ὀρχήσατο Λακωνικὰ σχημάτια Her. 6, 129, vgl. Xen. Conv. 7, 5, wie auch sonst der Tanz im acc. hinzugefügt wird, τὸ Περσικόν, Cyr. 8, 4, 12; vgl. Ath. I c. 40; – Plat. Crat. 407 a sagt τὸ αὑτὸν μετεωρίζειν ὀρχεῖσϑαι καλοῦμεν, u. vrbdt es mit ᾄδειν, Legg. VII, 803 e; οἷον ὀρχεῖσϑον παίζοντε, Euthyd. 277 e; Xen. An. 5, 4, 34 u. Sp., wie Pol. 24, 6, 11. – Bei Sp. pantomimisch, durch den Tanz darstellen, ὠρχήσατο τὴν Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος μοιχείαν, Luc. de salt. 63; τὸν Αἴαντα, 83; τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, 80; Antiphan. bei Ath. IV, 134 b sagt auch οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον. – Uebh. = κινεῖσϑαι καὶ ἐρεϑίζεσϑαι, Ath. I c. 37, der Beispiele aus Isocr. u. aus Ion sogar das act. anführt, ὤρχησεν φρένας, d. i. ἠρέϑισε, ἐκίνησε, wo er auch von der Ableitung des Wortes spricht.
-
2 παρ-ορχέομαι
παρ-ορχέομαι, falsch tanzen, auch die Rolle verfehlen, Luc. de salt. 80, τὰς Διὸς γονὰς ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο καὶ τὰς Θυέστου συμφορὰς τῷ ὁμοίῳ παρηγμένος, er kam in die andere Rolle hinein.
См. также в других словарях:
ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
παρορχούμαι — έομαι, Α [ορχούμαι] δεν χορεύω σωστά, παριστάνω κάτι χορευτικώς κατά τρόπο εσφαλμένο («τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῑτο», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek